Οι ισχυροί σεισμοί που έπληξαν τη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία την 6η Φεβρουαρίου 2023 άφησαν πίσω τους μία καταστροφή: τουλάχιστον 50.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 125.000 τραυματίστηκαν.
Έναν χρόνο μετά την τραγωδία οι επιζώντες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Περιοχές που υπέστησαν μεγάλης έκτασης ζημιές, όπως οι Αντιόχεια, Ντεφνέ και Σαμαντάγκ στην επαρχία του Χάταϊ, μοιάζουν πια με πόλεις-φαντάσματα, σαν να έχουν εγκαταλειφθεί εντελώς.
Μία προσωρινή διαμονή που έγινε μόνιμη κατοικία
Πάρα πολλοί άνθρωποι κατέφυγαν σε άλλες πόλεις μετά τους σεισμούς. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που έμειναν πίσω ζουν σήμερα σε συνοικίες από κοντέινερ, οι οποίες θα έπρεπε να αποτελούν μονάχα προσωρινή λύση. Στο Χάταϊ υπάρχουν περίπου 200 τέτοιες “πόλεις”, όπου φιλοξενούνται περίπου 187.000 σεισμοπαθείς.
Προφανώς η ζωή μέσα στα κοντέινερ είναι δύσκολη. Ενίοτε δεν υπάρχει ούτε ρεύμα ούτε νερό, ο χώρος είναι περιορισμένος, ενώ σε ορισμένα κοντέινερ μπορεί να ζουν ακόμη και δύο ή περισσότερες οικογένειες μαζί. Η δασκάλα Σεράπ Σελτσούκ μένει με τα δύο παιδιά της και πέντε ακόμη ανθρώπους. “Οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες. Ερχόμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με κάθε πιθανή δυσκολία”, λέει η Σελτσούκ.
Πολλοί ανησυχούν για την ασφάλειά τους
Τις πρώτες μέρες μετά τους σεισμούς προσφέρονταν στους πληγέντες τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά, όμως αυτό δεν συμβαίνει πια. Τώρα υπάρχουν μεγάλα προβλήματα με την παροχή ρεύματος και νερού και με τις υποδομές, πολλοί δρόμοι στις πόλεις είναι κατεστραμμένοι και ως εκ τούτου έχουν αχρηστευτεί. Όταν βρέχει η κατάσταση χειροτερεύει ακόμη περισσότερο.
Πολλοί αντιμετωπίζουν και πρόβλημα με την ασφάλεια. Όπως λέει η Σελτσούκ, παλιότερα υπήρχε αστυνομία και φρουροί, “σήμερα όμως δεν υπάρχουν πλέον σώματα ασφαλείας, μονάχα μερικές κάμερες. Προσφάτως επιτέθηκαν σε κάποιον με πυροβόλο όπλο. Δεν υπάρχουν καθόλου ασφαλείς συνθήκες εδώ”.
“Το κράτος δεν προχωράει αρκετά την ανοικοδόμηση”
Η ανοικοδόμηση συνεχίζεται, αν και με αργούς ρυθμούς, με το κράτος να χτίζει ακόμη περίπου 45.000 διαμερίσματα για τους πληγέντες από τον σεισμό.
Η Μεριέμ Καρατάς, νοικοκυρά και μητέρα τριών παιδιών, κατηγορεί το κράτος πως δεν χτίζει αρκετά διαμερίσματα: “Ο αριθμός των διαμερισμάτων που πρόκειται να χτιστούν δεν συγκρίνεται καν με εκείνον των κατεστραμμένων σπιτιών. Είναι αδύνατον να στεγαστούν όλοι οι πληγέντες σε αυτά”. Η ίδια ζητάει από το κράτος να της χτίσει μία μονοκατοικία ανάλογη με αυτή που έχασε από τους σεισμούς.
Επιπλέον, τα σπίτια που κατασκευάζονται θα είναι σε άλλο τμήμα της πόλης και πολύ μακριά για την Καρατάς. Το ίδιο ισχύει και για άλλους επιζήσαντες του σεισμού, οι οποίοι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τις γειτονιές τους. Οι πληγέντες υποστηρίζουν ότι η κρατική βοήθεια είναι ανεπαρκής. Η Σελτσούκ έλαβε δύο πακέτα βοηθείας και τίποτα περισσότερο.
Ορισμένοι είναι ευγνώμονες
Πάντως υπάρχουν και ορισμένοι που είναι ευγνώμονες προς το κράτος. “Είχαμε ένα σπίτι 195 τετραγωνικών μέτρων και τώρα πρέπει να ζήσουμε σε μόλις 21 τετραγωνικά”, λέει ο 70χρονος Αμπντουλσαμέτ Πουλάτ. Ωστόσο ο ίδιος είναι ευγνώμων για όλα όσα έχει κάνει το κράτος: “Ο Θεός να ευλογήσει το κράτος μας. Χάρη σε αυτό δεν έχουμε πεθάνει από την πείνα ή τη δίψα και είχαμε πάντοτε μία στέγη πάνω απ’ το κεφάλι μας”.
Ο Πουλάτ μένει σε ένα κοντέινερ με τη σύζυγό του. Μετά τον σεισμό η γυναίκα του τραυματίστηκε στον γοφό, εξ ου και το ζευγάρι αναγκάστηκε να ταξιδέψει στη Σμύρνη για τη χειρουργική επέμβαση. Εν συνεχεία μετακόμισαν στο Σαμσούν και μετά επέστρεψαν ξανά στο Χάταϊ. “Πηγαίνω οπουδήποτε πρέπει να πάω κατά το κράτος. Όταν όμως αυτό είναι εφικτό, θα ήθελα να είχα ένα καινούριο σπίτι εκεί όπου βρισκόταν το παλιό μου”, λέει ο Πουλάτ.
Πολύ μεγάλη η απελπισία των ανθρώπων
Έναν χρόνο μετά τους σεισμούς η κανονικότητα δεν έχει επιστρέψει ούτε στην οικονομική ζωή της πόλης. Στο βιομηχανικό τμήμα της το 95% των κτηρίων έχουν καταρρεύσει, όπως αναφέρει ένας εκ των πληγέντων.
Ο φούρναρης Ετέμ Ιτσέρ, που δουλεύει σε ένα κτήριο που έχει υποστεί επίσης σοβαρές ζημιές, έχει μειώσει κατά ¾ την παραγωγή του, διότι ο πληθυσμός του Χάταϊ έχει μειωθεί σημαντικά και δεν υπάρχει πλέον τόσο μεγάλη πελατεία. Για τον ίδιο λόγο οι επτά εργαζόμενοι που είχε η επιχείρηση πριν τον σεισμό έχουν απολυθεί. Ο Ιτσέρ ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει καμία βοήθεια από το κράτος προς τις επιχειρήσεις: “Όλοι λένε πως έχει επιστρέψει η κανονικότητα. Όμως κάτι τέτοιο απλώς δεν ισχύει”.
Δυσαρεστημένος με το κράτος είναι και ο μηχανικός αυτοκινήτων Λεβέντ Ινεϊτσί: “Το κράτος δεν μας βοήθησε με κανέναν τρόπο”. Οι άνθρωποι πρέπει να φροντίσουν οι ίδιοι για την επιβίωσή τους. “Το κράτος μας έχει ξεχάσει”, προσθέτει ο μηχανικός. Πολλοί θα ήθελαν να ξαναδουλέψουν, όμως το κράτος δεν τους παρέχει την απαραίτητη στήριξη. Ακόμη, “πολλοί από τους ταλαντούχους τεχνίτες που βρίσκονταν στην πόλη έφυγαν και δεν επέστρεψαν ποτέ”, αναφέρει ο Ινεϊτσί, εξηγώντας πως λόγω αυτού υπάρχει έλλειψη στο ειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Ο οδηγός ταξί Εκρέμ Οζτούρκ φαίνεται εξίσου απαισιόδοξος. Από τους 15 οδηγούς ταξί που εργάζονταν στην πιάτσα του πριν τον σεισμό, ο Οζτούρκ είναι ο μοναδικός που έχει απομείνει. Ο οδηγός διαφωνεί κάθετα στο ότι τα πράγματα είναι και πάλι κανονικά. Η απελπισία του είναι τέτοια που, όπως λέει, “εύχομαι να είχα πεθάνει στον σεισμό, για να μη χρειαζόταν σήμερα να τα βλέπω όλα αυτά”.
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς
Πηγή: http://www.capital.gr